υπέρυθρο

υπέρυθρο
Σύνολο μη ορατών ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών που εκτείνονται, κατά προσέγγιση, από τη μια πλευρά έως τα μικροκύματα, και από την άλλη έως το ορατό φάσμα από το μέρος του ερυθρού. Το μήκος κύματος λ του υ. περιλαμβάνεται, ως εκ τούτου, μεταξύ 0,8 μ (1 μ = 10-3 mm)Kαι 1000 μ περίπου: με μεγαλύτερη ακρίβεια χαρακτηρίζουμε ένα υ. γειτονικό ή παραπλήσιο προς το ερυθρό με λ μεταξύ 0,8 και 2,5 μ, μεσαίο με λ μεταξύ 2,5 και 50 μ και απομακρυσμένο ή ακραίο με λ μεταξύ 50 και 1000 μ. Οι υπέρυθρες ακτινοβολίες, οι γενικές ιδιότητες των οποίων είναι ανάλογες με εκείνες των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, παρουσιάζουν το σημαντικό χαρακτηριστικό, ότι εκπέμπονται από όλα τα θερμά σώματα· αμοιβαία κάθε σώμα που δέχεται ακτινοβολία υπέρυθρων ακτίνων θερμαίνεται. Μέχρι τη θερμοκρασία 500°C περίπου η θερμική ακτινοβολία από το σώμα είναι τελείως αόρατη επειδή βρίσκεται στο υ.· πάνω από τους 500°C ένα μέρος της ακτινοβολίας αρχίζει να εισέρχεται στο ορατό φάσμα (ερυθρό χρώμα) ωσότου συμπεριληφθεί ολοκληρωτικά σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες (Ήλιος, πλάσμα ηλεκτρικού τόξου κλπ.). Την υψηλή θερμαντική ικανότητα του υ. εκμεταλλευόμαστε πολύ για τη θέρμανση του περιβάλλοντος, για θεραπείες, και στους κλιβάνους διαφόρων τύπων. Οι συντελεστές απορρόφησης και ανάκλασης που παρουσιάζουν οι ανόργανες ουσίες (νερό, ορυκτά κλπ.) και οι οργανικές (χλωροφύλλη κλπ.) έχουν συχνά τιμές αρκετά διαφορετικές σε σχέση με την υπέρυθρη και την ορατή ακτινοβολία· το γεγονός αυτό αποτελεί τη βάση πολυάριθμων εφαρμογών από πλευράς επιστημονικής έρευνας. Ένα διαστημικό όχημα, π.χ., μπορεί να παίρνει φωτογραφίες της γήινης ατμόσφαιρας, με την υπέρυθρη ακτινοβολία, σε απόλυτο σκοτάδι, και να προσδιορίζονται με αυτό τον τρόπο οι συμπυκνώσεις των νεφών ή η κίνηση των διαταραχών, επειδή, αντίθετα προς το οξυγόνο και το άζωτο, οι υδρατμοί είναι λίγο διαφανείς στην υπέρυθρη ακτινοβολία. Το αόρατο του υ. προσφέρεται πολύ καλά για την παρατήρηση, είτε επιστημονική είτε στρατιωτική, σε απόλυτο σκοτάδι· η παρατήρηση πραγματοποιείται με μια συσκευή (φωτογραφική μηχανή, κινηματογραφική μηχανή λήψης κλπ.), εφοδιασμένη με ευαίσθητο φιλμ στο υ. και λαμβάνεται το αντικείμενο όταν γίνει εκπομπή προς αυτό υπέρυθρων ακτίνων (έμμεσος εντοπισμός) ή προσδιοριστεί η υπέρυθρη εκπομπή του (άμεσος εντοπισμός). Στη φωτογραφία πάνω, λάμπα υπέρυθρων ακτίνων για θεραπευτική χρήση· στο σχέδιο κάτω, σχηματική παράστασή της. Η παρεμβολή ενός φίλτρου αποβλέπει στην προστασία εκείνου που υποβάλλεται σε θεραπεία από υπερβολική θέρμανση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… …   Dictionary of Greek

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • τοπάζι — το / τοπάζιον, ΝΑ, και τοπάζιο Ν νεοελλ. (ορυκτ.) α) πυριτικό ορυκτό, φθοριοπυριτικό άλας τού αργιλίου, με κίτρινο, κυανό ή υπέρυθρο χρώμα, που είναι πολύτιμος λίθος β) ονομασία διαφόρων λίθων που μοιάζουν με τοπάζι αρχ. τόπαζος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια …   Dictionary of Greek

  • υπέρυθρος — η, ο / ὑπέρυθρος, ον, ΝΜΑ ερυθρωπός, κοκκινωπός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το υπέρυθρο φυσ. η περιοχή τού φάσματος τής υπέρυθρης ακτινοβολίας 2. φρ. α) «υπέρυθρη ακτινοβολία» ή «υπέρυθρες ακτίνες» φυσ. φωτεινή ακτινοβολία τής οποίας τα μήκη… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

  • φωσφορογραφία — η, Ν φυσ. μέθοδος φωτογραφικής αναπαραγωγής αντικειμένων και φασμάτων στο υπέρυθρο φως με τη βοήθεια φωσφορίζοντος πετάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphorographie < φωσφόρος + γραφία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”